- ξανάστροφος
- -η, -ο1. ανάστροφος, αναποδογυρισμένος, ανάποδος, αντίθετος, ενάντιος.2. το θηλ. ως ουσ., ξανάστροφη η ανάποδη όψη πράγματος.3. φρ., «Θα σου δώσω μια ξανάστροφη», χτύπημα με το πίσω μέρος της παλάμης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.